μοσχάρα

μοσχάρα
μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)
μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλ-άρα, μουλ-άρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουλάρα — η 1. μεγεθ. τού μούλα 2. μτφ. (με υβριστική σημ.) α) γυναίκα χοντροφτειαγμένη ή γυναίκα με χοντρούς τρόπους, άξεστη β) γυναίκα αναίσθητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μοσχάρι: μοσχάρα, μουστάκι: μουστάκα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”